-
1 συγκριτική
-
2 συγκριτικῇ
-
3 συγκριτική
συγκριτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 διακριτικός
II able to distinguish,τῆς οὐσίας Pl.Cra. 388c
;ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def. 411c
: abs., Luc. Herm.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριτικός
См. также в других словарях:
συγκριτικῇ — συγκριτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτική — συγκριτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek
Dimitri Kitsikis — (Greek: Δημήτρης Κιτσίκης) (born 2 June 1935 in Athens, Greece) is a Greek Turkologist, Professor of International Relations and Geopolitics. He has also published poetry in French and Greek. Contents … Wikipedia
Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… … Wikipédia en Français
Кицикис, Димитрис — Димитрис Кицикис Димитрис Кицикис (Δημήτρης Κιτσίκης, Dimitri Kitsikis) (р. 2 июня 1935) специалист по международным отношениям и истории Балкан, профессор Оттавского университета, действительный член Канадской академии, издатель журнала… … Википедия
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Dimitri Kitsikis — (griechisch: Δημήτρης Κιτσίκης) (* 2. Juni 1935 in Athen) ist emeritierter griechischstämmiger Hochschullehrer an der Universität Ottawa und Fellow der Royal Society of Canada. Seine Lehrgebiete waren die Politik der internationalen Beziehungen,… … Deutsch Wikipedia
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek